- πανόπτρια
- ἡ, Μβλ. πανόπτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανόπτρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπτρίας — πανοπτρίᾱς , πανόπτρια fem acc pl πανοπτρίᾱς , πανόπτρια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόπτης — ο / Μ θηλ. πανόπτρια, ΝΜΑ αυτός που μπορεί να βλέπει, να επιβλέπει ή να ελέγχει τα πάντα, πανεπόπτης αρχ. 1. (ως επίθ. τού Διός ή άλλων θεών και τού Ηλίου, αλλά και ανθρώπων («τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου», Αισχύλ.) 2. στον πληθ. Πανόπται τίτλος… … Dictionary of Greek